ἀκαλά

ἀκαλά
ἀκαλός
peaceful
neut nom/voc/acc pl
ἀκαλά̱ , ἀκαλός
peaceful
fem nom/voc/acc dual
ἀκαλά̱ , ἀκαλός
peaceful
fem nom/voc sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • sēk-3 —     sēk 3     English meaning: quiet, lazy     Deutsche Übersetzung: “nachlassen, träge, ruhig”     Material: Gk. Hom. ἦκα ‘still, leise, sacht, weak, slow”, ἤκιστος “langsamster”, Att. ἥκιστα “am wenigsten, gar nicht”, Hom. ἥσσων, Att. ἥττων… …   Proto-Indo-European etymological dictionary

  • PARTHENIUS — I. PARTHENIUS Patriarcha Constantinopolitanus hôc tempore, de quo vide Iac. Sponium Itiner. Graeciae Part. I. p. 269. II. PARTHENIUS Poeta Nicaeus, ex Nicaea oppid. Liguriae, quod hodie Nizza della Paglia, Ferrar. elegiacus, diversorumque… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • ακαλαρρείτης — ἀκαλαρρείτης, ο (Α) αυτός που ρέει ήσυχα, ο ακύμαντος «ἐξ ἀκαλαρρείταο βαθυρρόου Ὠκεανοῑο» (Όμ. Η 422). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκαλὸς «ήσυχος, ήρεμος» ή ἀκαλὰ επιρρ. + ρείτης < ρεFε τας < ρέω πρβλ. και ἀκαλάρροος] …   Dictionary of Greek

  • ακαλός — ἀκαλός, ή, ὸν (AM) ήσυχος, ειρηνικός, πράος (ποταμός) «ἀκαλὰ προρέων» (Ησίοδ. απ. 218) ήρεμο, αθόρυβο (ποτάμι). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκὴ «ησυχία, γαλήνη, σιγαλιά» + αλὸς (πρβλ. ομαλός, απαλός)] …   Dictionary of Greek

  • βαμβάκι — Πρόκειται για την κοινή ονομασία με την οποία είναι γνωστά τα είδη του γένους γοσύπιο (gosypium) της οικογένειας των μαλαχιδών ή μαλβιδών, καθώς και οι κλωστικές ίνες που προέρχονται από τα σπέρματά τους (παλαιότερα λεγόταν επίσης βαμπάκι και… …   Dictionary of Greek

  • εϋρρείτης — ἐϋρρείτης, ὁ (Α) εϋρρεής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + ρειτης (< * ρεFε της < ρεFω), πρβλ. ακαλα ρρείτης, βαθυρρείτης] …   Dictionary of Greek

  • sreu- —     sreu     English meaning: to flow     Deutsche Übersetzung: “fließen”     Material: O.Ind. srávati “ flows “ (= Gk. ῥέω), srava m. “das Fließen” (= Gk. ῥόος, O.C.S. ostrovъ), giri sravü “Bergstrom” (= Gk. ῥοή, Lith. sravà), srutá flowing,… …   Proto-Indo-European etymological dictionary

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”